ὀξυδερκέστατος

ὀξυδερκέστατος
ὀξυδερκής
sharp-sighted
masc nom superl sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αμπού Χανίφα, ιμπν Ταμπίτ — (Κούφα 699 – Βαγδάτη 767). Άραβας νομομαθής. Αν και η επιστημονική του σκέψη είναι γνωστή κατά κύριο λόγο από τους μαθητές του, ο Α.Χ. θεωρείται ένας από τους επιφανέστερους Άραβες νομομαθείς. Η σχολή, που από αυτόν πήρε το όνομα χανιφιτική,είχε… …   Dictionary of Greek

  • ՍՐԱՏԵՍ — (ի, աց.) NBH 2 0757 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 9c, 10c, 11c, 12c, 15c ա. ՍՐԱՏԵՍ ὁξύ βλέπων, ὁξυωπής, ὁξυδερκής, ὁξυδερκέστατος acute vel acutum cernens, acutus visu, perspicax, acutissimi visus. որ եւ ՍՐԱՏԵՍԻԼ. Սրակն. սրահայեաց …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”